ψυχρόαιμος

ψυχρόαιμος
-η, -ο, Ν
1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα
2. φρ. «ψυχρόαιμα ζώα»
ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχρόαιμος — η, ο ψύχραιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψύχραιμος — η, ο, Ν 1. (για ζώο) ψυχρόαιμος 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αντιμετωπίζει με ηρεμία και αυτοκυριαρχία διάφορες απρόοπτες και ιδίως δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα. επίρρ... ψύχραιμα Ν με ψυχραιμία («αντιμετώπισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”